1. Λέξη
    κοινοτικός (επίθετο) - (παρόμοια: κοινωνικός - κοινός - κολλητικός - κουραστικός)
  2. Συνώνυμα
    • κοινωνικός
    • συλλογικός
    • κοινότοπος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατομικός
    • ιδιωτικός
    • προσωπικός
    3
  4. Ορισμός
    • που αναφέρεται ή ανήκει σε μια κοινότητα ή ομάδα ανθρώπων
    • που χαρακτηρίζεται από κοινωνικές αλληλεπιδράσεις
    • που είναι κοινός ή συνηθισμένος
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κοινοτικός βίος ενισχύει τις ανθρώπινες σχέσεις.
    • Η κοινοτική εργασία οδήγησε σε καλύτερα αποτελέσματα.
    • Αυτή η άποψη είναι πολύ κοινοτική και δεν προσφέρει τίποτα νέο.
    3