Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοινοτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
κοινωνικός
-
κοινός
-
κολλητικός
-
κουραστικός
)
Συνώνυμα
κοινωνικός
συλλογικός
κοινότοπος
3
Αντώνυμα
ατομικός
ιδιωτικός
προσωπικός
3
Ορισμός
που αναφέρεται ή ανήκει σε μια κοινότητα ή ομάδα ανθρώπων
που χαρακτηρίζεται από κοινωνικές αλληλεπιδράσεις
που είναι κοινός ή συνηθισμένος
3
Παραδείγματα
Ο κοινοτικός βίος ενισχύει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η κοινοτική εργασία οδήγησε σε καλύτερα αποτελέσματα.
Αυτή η άποψη είναι πολύ κοινοτική και δεν προσφέρει τίποτα νέο.
3