Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουράζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκουράζομαι
-
κουράζω
-
ταράζομαι
-
μοιράζομαι
-
αγοράζομαι
-
ξεβράζομαι
-
κουράδα
)
Συνώνυμα
κλαίγομαι
εξαντλούμαι
κουραστώ
3
Αντώνυμα
ξεκουράζομαι
αναπαύομαι
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Νιώθω φυσική ή ψυχική κόπωση.
Χάνω την ενέργεια μου λόγω σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας.
2
Παραδείγματα
Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, κουράζομαι πολύ.
Κουράστηκα τόσο πολύ από την προπόνηση που δεν μπορούσα να σηκωθώ.
2