1. Συνώνυμα
    • κλαίγομαι
    • εξαντλούμαι
    • κουραστώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξεκουράζομαι
    • αναπαύομαι
    • χαλαρώνω
    3
  3. Ορισμός
    • Νιώθω φυσική ή ψυχική κόπωση.
    • Χάνω την ενέργεια μου λόγω σωματικής ή ψυχικής προσπάθειας.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, κουράζομαι πολύ.
    • Κουράστηκα τόσο πολύ από την προπόνηση που δεν μπορούσα να σηκωθώ.
    2