Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρατηθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κρατά
-
τρομοκρατηθώ
-
κρατώ
-
κρατάω
-
κρατητήριο
)
Συνώνυμα
συλλαμβάνομαι
πιάνω
εγκλωβίζομαι
3
Αντώνυμα
απελευθερώνομαι
ελευθερώνομαι
ξεγλιστρώ
3
Ορισμός
Να συλλαμβάνομαι από τις αρχές ή να περιορίζομαι σε έναν χώρο.
Να μην μπορώ να κινηθώ ελεύθερα λόγω εξωτερικών παραγόντων.
2
Παραδείγματα
Ο ύποπτος κρατήθηκε από την αστυνομία για ανάκριση.
Κρατήθηκε στο σπίτι του λόγω καραντίνας.
2