1. Λέξη
    κρατηθώ (ρήμα) - (παρόμοια: κρατά - τρομοκρατηθώ - κρατώ - κρατάω - κρατητήριο)
  2. Συνώνυμα
    • συλλαμβάνομαι
    • πιάνω
    • εγκλωβίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώνομαι
    • ελευθερώνομαι
    • ξεγλιστρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να συλλαμβάνομαι από τις αρχές ή να περιορίζομαι σε έναν χώρο.
    • Να μην μπορώ να κινηθώ ελεύθερα λόγω εξωτερικών παραγόντων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ύποπτος κρατήθηκε από την αστυνομία για ανάκριση.
    • Κρατήθηκε στο σπίτι του λόγω καραντίνας.
    2