1. Λέξη
    κρατάω (ρήμα) - (παρόμοια: κρατά - κρατάμε - κρατώ - κρατήσω - παρατάω - κρατηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • κρατώ
    • κρατάω
    • κρατάω
    • κρατάω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • παρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να κρατάς κάτι στα χέρια σου ή να το έχεις στην κατοχή σου.
    • Να διατηρείς κάτι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    • Να συνεχίζεις να κάνεις κάτι χωρίς να σταματάς.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κράτα το βιβλίο σου σταθερό για να μπορέσεις να διαβάσεις.
    • Κράτα την πόρτα ανοιχτή για να μπει ο αέρας.
    • Κράτα την προσπάθεια σου, θα τα καταφέρεις!
    3