1. Λέξη
    κυκλοφορήσει (ρήμα) - (παρόμοια: κυκλοφορήσω - κυκλοφορώ - κυκλοφορία - κυκλοφοριακός)
  2. Συνώνυμα
    • περιφέρεται
    • διανέμεται
    • διαδίδεται
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματάει
    • ακινητοποιείται
    • συγκεντρώνεται
    3
  4. Ορισμός
    • να κινείται σε έναν κύκλο ή να μετακινείται από ένα μέρος σε άλλο
    • να διανέμεται ή να είναι διαθέσιμο στο κοινό
    • να διαδίδεται (για πληροφορίες, φήμες κ.λπ.)
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το νέο νόμισμα θα κυκλοφορήσει από αύριο.
    • Η φήμη κυκλοφόρησε γρήγορα σε όλη την πόλη.
    • Το βιβλίο κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
    3