1. Λέξη
    κυκλοφορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κυκλοφορώ - κυκλοφορήσω - κυκλοφορήσει - κυκλοφοριακός - οπλοφορία)
  2. Συνώνυμα
    • κίνηση
    • ροή
    • διακίνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακινησία
    • στασιμότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η κίνηση ανθρώπων, οχημάτων ή αγαθών σε έναν χώρο.
    • Η διαδικασία με την οποία κάτι διανέμεται ή μεταδίδεται σε ένα ευρύ κοινό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στην πόλη είναι πολύ πυκνή.
    • Η νέα ταινία βγήκε σε κυκλοφορία την περασμένη εβδομάδα.
    2