Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυκλοφορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κυκλοφορώ
-
κυκλοφορήσω
-
κυκλοφορήσει
-
κυκλοφοριακός
-
οπλοφορία
)
Συνώνυμα
κίνηση
ροή
διακίνηση
3
Αντώνυμα
ακινησία
στασιμότητα
2
Ορισμός
Η κίνηση ανθρώπων, οχημάτων ή αγαθών σε έναν χώρο.
Η διαδικασία με την οποία κάτι διανέμεται ή μεταδίδεται σε ένα ευρύ κοινό.
2
Παραδείγματα
Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στην πόλη είναι πολύ πυκνή.
Η νέα ταινία βγήκε σε κυκλοφορία την περασμένη εβδομάδα.
2