Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυκλοφορήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κυκλοφορήσει
-
κυκλοφορώ
-
κυκλοφορία
-
κυκλοφοριακός
)
Συνώνυμα
περιφέρω
διανέμω
μεταφέρω
3
Αντώνυμα
συγκεντρώνω
αποθηκεύω
κρατάω
3
Ορισμός
να μετακινώ κάτι από ένα μέρος σε άλλο, συχνά σε πολλά άτομα ή μέρη
να κινούμαι ή να ταξιδεύω σε διάφορα μέρη
να είμαι σε γενική χρήση ή διανομή
3
Παραδείγματα
Θα κυκλοφορήσω τα φυλλάδια στο πανεπιστήμιο.
Οι εφημερίδες κυκλοφορούν κάθε πρωί.
Η νέα νομισματική μονάδα θα κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα.
3