1. Λέξη
    κυκλοφορήσω (ρήμα) - (παρόμοια: κυκλοφορήσει - κυκλοφορώ - κυκλοφορία - κυκλοφοριακός)
  2. Συνώνυμα
    • περιφέρω
    • διανέμω
    • μεταφέρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκεντρώνω
    • αποθηκεύω
    • κρατάω
    3
  4. Ορισμός
    • να μετακινώ κάτι από ένα μέρος σε άλλο, συχνά σε πολλά άτομα ή μέρη
    • να κινούμαι ή να ταξιδεύω σε διάφορα μέρη
    • να είμαι σε γενική χρήση ή διανομή
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα κυκλοφορήσω τα φυλλάδια στο πανεπιστήμιο.
    • Οι εφημερίδες κυκλοφορούν κάθε πρωί.
    • Η νέα νομισματική μονάδα θα κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα.
    3