1. Λέξη
    κυνηγάω (ρήμα) - (παρόμοια: κυνηγώ - κυνηγός - κυνηγήσω - κυνηγητό - κυνηγήσουν)
  2. Συνώνυμα
    • διώκω
    • καταδιώκω
    • επιδιώκω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • παρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Προσπαθώ να πιάσω ή να συλλάβω κάποιον ή κάτι που κινείται ή φεύγει.
    • Ακολουθώ με επιμονή κάποιον ή κάτι για να το πετύχω ή να το αποκτήσω.
    • Ασχολούμαι με την αναζήτηση ή την καταδίωξη θηραμάτων, συνήθως ως μέρος του κυνηγιού.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκύλος κυνηγάει τη μπάλα στο πάρκο.
    • Η αστυνομία κυνηγάει τον δραπέτη εδώ και ώρες.
    • Κυνηγάω την ευκαιρία να ταξιδέψω στο εξωτερικό.
    3