Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυνηγητό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κυνηγώ
-
κυνηγάω
-
κυνηγός
-
κυνηγημένος
-
ανθρωποκυνηγητό
-
κυνηγήσω
)
Συνώνυμα
κυνήγι
καταδίωξη
διώξιμο
3
Αντώνυμα
ανακούφιση
απελευθέρωση
ασφάλεια
3
Ορισμός
Η ενέργεια του κυνηγιού ή του καταδιώκειν κάποιον ή κάτι.
Μια προσπάθεια να πιαστεί ή να συλληφθεί κάποιος ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Οι αστυνομικοί έκαναν κυνηγητό στον ύποπτο σε όλη τη γειτονιά.
Το κυνηγητό του λαγού από τον σκύλο διήρκεσε όλη την ημέρα.
2