Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυνηγήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κυνηγήσουν
-
κυνηγώ
-
κυνηγός
-
κυνηγάω
-
κυνηγητό
)
Συνώνυμα
διώκω
καταδιώκω
επιδιώκω
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
απομακρύνομαι
αποχωρώ
3
Ορισμός
Να προσπαθήσω να πιάσω ή να συλλάβω κάποιον ή κάτι, συνήθως κινούμενος γρήγορα.
Να επιδιώξω κάτι με επιμονή ή με πάθος.
2
Παραδείγματα
Θα κυνηγήσω το κουνέλι μέχρι να το πιάσω.
Θα κυνηγήσω το όνειρό μου ανεξάρτητα από τις δυσκολίες.
2