1. Λέξη
    κυνηγήσω (ρήμα) - (παρόμοια: κυνηγήσουν - κυνηγώ - κυνηγός - κυνηγάω - κυνηγητό)
  2. Συνώνυμα
    • διώκω
    • καταδιώκω
    • επιδιώκω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απομακρύνομαι
    • αποχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να προσπαθήσω να πιάσω ή να συλλάβω κάποιον ή κάτι, συνήθως κινούμενος γρήγορα.
    • Να επιδιώξω κάτι με επιμονή ή με πάθος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα κυνηγήσω το κουνέλι μέχρι να το πιάσω.
    • Θα κυνηγήσω το όνειρό μου ανεξάρτητα από τις δυσκολίες.
    2