Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυνηγημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καημένος
-
κυνηγητό
-
κυνηγώ
-
κολλημένος
)
Συνώνυμα
καταδιωγμένος
διωγμένος
τρομοκρατημένος
3
Αντώνυμα
ασφαλής
προστατευμένος
ελεύθερος
3
Ορισμός
Αυτός που έχει υποστεί καταδίωξη ή διωγμό.
Αυτός που αισθάνεται απειλούμενος ή τρομοκρατημένος.
2
Παραδείγματα
Ο κυνηγημένος άνδρας κρυβόταν σε μια απομονωμένη καλύβα.
Μετά τη διαφυγή του από τη φυλακή, ένιωθε συνεχώς κυνηγημένος.
2