Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαθαίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μαίνομαι
-
μαθαίνονται
-
μαθαίνουμε
-
μαθαίνω
-
φαίνομαι
-
ξεραίνομαι
-
ξηραίνομαι
-
σιχαίνομαι
-
δίνομαι
-
γίνομαι
-
τρελαίνομαι
-
αποφαίνομαι
-
ζεσταίνομαι
)
Συνώνυμα
εκπαιδεύομαι
διδάσκομαι
εκμαθητεύομαι
3
Αντώνυμα
αγνοώ
απομακρύνομαι από τη μάθηση
δεν μαθαίνω
3
Ορισμός
Αποκτώ γνώσεις ή δεξιότητες μέσω μελέτης, εμπειρίας ή διδασκαλίας.
Εξοικειώνομαι με κάτι μέσω της πρακτικής ή της επανάληψης.
2
Παραδείγματα
Μαθαίνομαι να παίζω πιάνο.
Μαθαίνομαι γρήγορα νέες γλώσσες.
2