1. Συνώνυμα
    • εκπαιδεύομαι
    • διδάσκομαι
    • εκμαθητεύομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • απομακρύνομαι από τη μάθηση
    • δεν μαθαίνω
    3
  3. Ορισμός
    • Αποκτώ γνώσεις ή δεξιότητες μέσω μελέτης, εμπειρίας ή διδασκαλίας.
    • Εξοικειώνομαι με κάτι μέσω της πρακτικής ή της επανάληψης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μαθαίνομαι να παίζω πιάνο.
    • Μαθαίνομαι γρήγορα νέες γλώσσες.
    2