1. Λέξη
    μαλακίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: τσακίζομαι - μαλακία - σκίζομαι - μυρίζομαι - ορκίζομαι - μαλακά)
  2. Συνώνυμα
    • χαλαρώνω
    • χαυνώνομαι
    • χαλαγιάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • εντείνομαι
    • σφίγγομαι
    • συγκεντρώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Γίνομαι μαλακός ή λιγότερο σφιχτός.
    • Χαλαρώνω σωματικά ή ψυχικά.
    • Χάνω την ενέργεια ή την αποφασιστικότητα μου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά την κούραση, το σώμα μου άρχισε να μαλακίζεται.
    • Οι μύες του μαλακίστηκαν μετά το μασάζ.
    • Μην μαλακίζεσαι τώρα, θέλει προσπάθεια για να τα καταφέρεις.
    3