Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαλακίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τσακίζομαι
-
μαλακία
-
σκίζομαι
-
μυρίζομαι
-
ορκίζομαι
-
μαλακά
)
Συνώνυμα
χαλαρώνω
χαυνώνομαι
χαλαγιάζω
3
Αντώνυμα
εντείνομαι
σφίγγομαι
συγκεντρώνομαι
3
Ορισμός
Γίνομαι μαλακός ή λιγότερο σφιχτός.
Χαλαρώνω σωματικά ή ψυχικά.
Χάνω την ενέργεια ή την αποφασιστικότητα μου.
3
Παραδείγματα
Μετά την κούραση, το σώμα μου άρχισε να μαλακίζεται.
Οι μύες του μαλακίστηκαν μετά το μασάζ.
Μην μαλακίζεσαι τώρα, θέλει προσπάθεια για να τα καταφέρεις.
3