Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορκίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ορίζομαι
-
σκίζομαι
-
τσακίζομαι
-
μαλακίζομαι
-
χτίζομαι
-
παίζομαι
)
Συνώνυμα
υπόσχομαι
διαβεβαιώνω
εγγυώμαι
3
Αντώνυμα
αποποιούμαι
αρνούμαι
αποκηρύσσω
3
Ορισμός
Δίνω επίσημη υπόσχεση ή εγγύηση, συχνά με βάση κάποιο ιερό ή ηθικό κριτήριο.
Παίρνω όρκο, δηλαδή υποσχένομαι κάτι με επίσημο και ιερό τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ορκίστηκε ότι θα πει την αλήθεια στο δικαστήριο.
Ο νέος πρόεδρος ορκίστηκε στο Σύνταγμα.
2