1. Λέξη
    ορκίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: ορίζομαι - σκίζομαι - τσακίζομαι - μαλακίζομαι - χτίζομαι - παίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • υπόσχομαι
    • διαβεβαιώνω
    • εγγυώμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποποιούμαι
    • αρνούμαι
    • αποκηρύσσω
    3
  4. Ορισμός
    • Δίνω επίσημη υπόσχεση ή εγγύηση, συχνά με βάση κάποιο ιερό ή ηθικό κριτήριο.
    • Παίρνω όρκο, δηλαδή υποσχένομαι κάτι με επίσημο και ιερό τρόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ορκίστηκε ότι θα πει την αλήθεια στο δικαστήριο.
    • Ο νέος πρόεδρος ορκίστηκε στο Σύνταγμα.
    2