1. Συνώνυμα
    • οσμίζομαι
    • αρωματίζομαι
    • μυροδοκιμάζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • δεν μυρίζομαι
    • είμαι άοσμος
    2
  3. Ορισμός
    • Αισθάνομαι μια οσμή ή άρωμα με τη μύτη μου.
    • Έχω μια συγκεκριμένη οσμή ή άρωμα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μυρίζομαι τα λουλούδια και νιώθω χαρά.
    • Μυρίζομαι κάτι καμένο στην κουζίνα.
    2