Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μυρίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξυρίζομαι
-
ισχυρίζομαι
-
ορίζομαι
-
εκνευρίζομαι
-
χωρίζομαι
-
ζορίζομαι
-
μυρίζω
-
γνωρίζομαι
-
διορίζομαι
-
χειρίζομαι
-
στηρίζομαι
-
μεταχειρίζομαι
-
καθορίζομαι
-
μαλακίζομαι
-
προορίζομαι
-
σκίζομαι
-
χτίζομαι
-
παίζομαι
-
περιορίζομαι
-
συμμερίζομαι
)
Συνώνυμα
οσμίζομαι
αρωματίζομαι
μυροδοκιμάζω
3
Αντώνυμα
δεν μυρίζομαι
είμαι άοσμος
2
Ορισμός
Αισθάνομαι μια οσμή ή άρωμα με τη μύτη μου.
Έχω μια συγκεκριμένη οσμή ή άρωμα.
2
Παραδείγματα
Μυρίζομαι τα λουλούδια και νιώθω χαρά.
Μυρίζομαι κάτι καμένο στην κουζίνα.
2