1. Συνώνυμα
    • προσωρινός
    • προσωρινής φύσης
    • μεταβαλλόμενος
    3
  2. Αντώνυμα
    • μόνιμος
    • σταθερός
    • αμετάβλητος
    3
  3. Ορισμός
    • που αναφέρεται στη μετάβαση ή συνδέεται με αυτή
    • που διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα και προηγείται μιας μόνιμης κατάστασης
    • (γραμματική) που δηλώνει μια ενέργεια που μεταφέρεται από το υποκείμενο σε αντικείμενο
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η χώρα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο προς τη δημοκρατία.
    • Η μεταβατική περίοδος μετά την αποφοίτηση μπορεί να είναι δύσκολη.
    • Το ρήμα «τρώω» είναι μεταβατικό, αφού απαιτεί αντικείμενο.
    3