Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταβατικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μεταδοτικός
-
μετατραυματικός
-
μεταλλικός
-
συγκαταβατικός
-
μεταφορικός
-
μερτικός
-
μετωπικός
-
μεσιτικός
-
μεθυστικός
-
επιβατικός
-
συμβατικός
)
Συνώνυμα
προσωρινός
προσωρινής φύσης
μεταβαλλόμενος
3
Αντώνυμα
μόνιμος
σταθερός
αμετάβλητος
3
Ορισμός
που αναφέρεται στη μετάβαση ή συνδέεται με αυτή
που διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα και προηγείται μιας μόνιμης κατάστασης
(γραμματική) που δηλώνει μια ενέργεια που μεταφέρεται από το υποκείμενο σε αντικείμενο
3
Παραδείγματα
Η χώρα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο προς τη δημοκρατία.
Η μεταβατική περίοδος μετά την αποφοίτηση μπορεί να είναι δύσκολη.
Το ρήμα «τρώω» είναι μεταβατικό, αφού απαιτεί αντικείμενο.
3