Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταδοτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μεταβατικός
-
μεταλλικός
-
μεταφορικός
-
μερτικός
-
μετατραυματικός
-
εκδοτικός
-
μεσιτικός
-
μετωπικός
-
μεθυστικός
-
αποδοτικός
)
Συνώνυμα
μολυσματικός
επικοινωνιακός
μεταβιβάσιμος
3
Αντώνυμα
αμετάδοτος
αμόλυντος
μη μεταδιδόμενος
3
Ορισμός
που μεταδίδεται από ένα άτομο ή πράγμα σε άλλο
που μπορεί να μεταδοθεί, ιδίως αναφορικά με ασθένειες ή πληροφορίες
που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα μετάδοσης
3
Παραδείγματα
Η γρίπη είναι μια μεταδοτική ασθένεια.
Ο ενθουσιασμός του είναι μεταδοτικός και μολύνει όλους γύρω του.
Τα ψέματα μπορεί να είναι εξίσου μεταδοτικά όπως η αλήθεια.
3