1. Λέξη
    μεταμορφώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: μεταμορφώνω - συμμορφώνομαι - μειώνομαι - μεταμφιέζομαι - καρφώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αλλάζω
    • μεταβάλλομαι
    • εξελίσσομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • παραμένω
    • σταθεροποιούμαι
    • διατηρούμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να αλλάζω μορφή ή φύση.
    • Να υποβάλλομαι σε μεταμόρφωση ή αλλαγή.
    • Να μετατρέπομαι σε κάτι διαφορετικό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα.
    • Ο χαρακτήρας του μεταμορφώθηκε μετά την εμπειρία του.
    • Το σκηνικό μεταμορφώθηκε σε μαγικό δάσος.
    3