Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταμορφώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μεταμορφώνω
-
συμμορφώνομαι
-
μειώνομαι
-
μεταμφιέζομαι
-
καρφώνομαι
)
Συνώνυμα
αλλάζω
μεταβάλλομαι
εξελίσσομαι
3
Αντώνυμα
παραμένω
σταθεροποιούμαι
διατηρούμαι
3
Ορισμός
Να αλλάζω μορφή ή φύση.
Να υποβάλλομαι σε μεταμόρφωση ή αλλαγή.
Να μετατρέπομαι σε κάτι διαφορετικό.
3
Παραδείγματα
Η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα.
Ο χαρακτήρας του μεταμορφώθηκε μετά την εμπειρία του.
Το σκηνικό μεταμορφώθηκε σε μαγικό δάσος.
3