Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετατραπώ (ρήμα) - (παρόμοια:
μετατρέπω
-
μετατροπή
-
μετατρέψω
-
μετατροπέας
-
μετατραυματικός
-
μετατρέπομαι
)
Συνώνυμα
αλλάζω
μεταμορφώνομαι
μετασχηματίζομαι
3
Αντώνυμα
παραμένω
διατηρούμαι
σταθεροποιούμαι
3
Ορισμός
Να αλλάξω μορφή ή κατάσταση.
Να υποστώ μετατροπή ή αλλαγή.
Να μεταβληθώ σε κάτι διαφορετικό.
3
Παραδείγματα
Ο νερόμυλος μετατράπηκε σε ξενοδοχείο.
Η εμπειρία τον μετέτρεψε σε πιο ώριμο άνθρωπο.
Οι συνθήκες μετατράπηκαν γρήγορα σε δυσμενείς.
3