1. Συνώνυμα
    • αλλάζω
    • μεταμορφώνομαι
    • μετασχηματίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • παραμένω
    • διατηρούμαι
    • σταθεροποιούμαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να αλλάξω μορφή ή κατάσταση.
    • Να υποστώ μετατροπή ή αλλαγή.
    • Να μεταβληθώ σε κάτι διαφορετικό.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο νερόμυλος μετατράπηκε σε ξενοδοχείο.
    • Η εμπειρία τον μετέτρεψε σε πιο ώριμο άνθρωπο.
    • Οι συνθήκες μετατράπηκαν γρήγορα σε δυσμενείς.
    3