Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετατροπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μετατροπέας
-
μετατρέπω
-
μετατραπώ
-
μετατρέψω
-
ανατροπή
-
μετατρέπομαι
)
Συνώνυμα
αλλαγή
μεταβολή
τροποποίηση
3
Αντώνυμα
σταθερότητα
αμεταβλητότητα
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αλλαγής μιας κατάστασης, μορφής ή λειτουργίας σε μια άλλη.
Η ενέργεια του να μετατρέπεις κάτι ή κάποιον σε διαφορετική μορφή ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η μετατροπή της ενέργειας από ηλιακή σε ηλεκτρική είναι μια κοινή διαδικασία.
Η μετατροπή του παλιού εργοστασίου σε πολυχώρο πολιτισμού έγινε με επιτυχία.
2