Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
οργισμένος
-
προορισμένος
-
καθορισμένος
-
περιορισμένος
-
οπλισμένος
-
χωρισμένος
-
μαυρισμένος
-
προκαθορισμένος
-
σοκαρισμένος
-
σκισμένος
-
χτισμένος
-
εθισμένος
-
οργισμένο
-
πεισμένος
-
φρικαρισμένος
-
εκνευρισμένος
-
κλεισμένος
-
φοβισμένος
-
φημισμένος
-
ζαλισμένος
-
ραγισμένος
-
βασισμένος
-
μπλοκαρισμένος
-
στρεσαρισμένος
-
ορισμός
-
οργανωμένος
-
κερδισμένος
-
τσατισμένος
-
φορτισμένος
-
κοιμισμένος
-
πεπεισμένος
-
σκονισμένος
-
μεταχειρισμένος
-
πεσμένος
-
απελπισμένος
-
συνηθισμένος
-
τσαντισμένος
-
φυλακισμένος
-
πολιτισμένος
-
βασανισμένος
-
ασφαλισμένος
-
εξοπλισμένος
-
θωρακισμένος
-
κανονισμένος
-
προικισμένος
-
σφραγισμένος
-
εξοργισμένος
-
ευτυχισμένος
)
Συνώνυμα
καθορισμένος
συγκεκριμένος
ακριβής
3
Αντώνυμα
αόριστος
ασαφής
απροσδιόριστος
3
Ορισμός
Που έχει καθοριστεί ή έχει οριστεί με ακρίβεια.
Που χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και ακρίβεια.
2
Παραδείγματα
Ο ορισμένος χρόνος για την παράδοση του έργου είναι δύο μήνες.
Η ορισμένη ποσότητα του υλικού ήταν αρκετή για την ολοκλήρωση της εργασίας.
2