1. Συνώνυμα
    • μελαμψός
    • σκοτεινός
    • μαύρος
    3
  2. Αντώνυμα
    • άσπρος
    • φωτεινός
    • λευκός
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει χρώμα κοντά στο μαύρο
    • που έχει σκουραίνει λόγω έκθεσης στον ήλιο ή άλλων παραγόντων
    • που δείχνει θλίψη ή μελαγχολία
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το δέρμα του ήταν μαυρισμένο από τις πολλές ώρες στον ήλιο.
    • Οι τοίχοι του σπιτιού φαίνονταν μαυρισμένοι από την υγρασία.
    • Η μαυρισμένη του όψη έδειχνε τη μελαγχολία που ένιωθε.
    3