Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαυρισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ορισμένος
-
εκνευρισμένος
-
χωρισμένος
-
μπλοκαρισμένος
-
μεταχειρισμένος
-
σοκαρισμένος
-
προορισμένος
-
καθορισμένος
-
χτισμένος
-
πεισμένος
-
μαζεμένος
-
μαγεμένος
-
εθισμένος
-
σκισμένος
-
ματωμένος
-
φρικαρισμένος
-
περιορισμένος
-
μεθυσμένος
-
φημισμένος
-
κλεισμένος
-
μολυσμένος
-
βασισμένος
-
φοβισμένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
οργισμένος
-
ραγισμένος
)
Συνώνυμα
μελαμψός
σκοτεινός
μαύρος
3
Αντώνυμα
άσπρος
φωτεινός
λευκός
3
Ορισμός
που έχει χρώμα κοντά στο μαύρο
που έχει σκουραίνει λόγω έκθεσης στον ήλιο ή άλλων παραγόντων
που δείχνει θλίψη ή μελαγχολία
3
Παραδείγματα
Το δέρμα του ήταν μαυρισμένο από τις πολλές ώρες στον ήλιο.
Οι τοίχοι του σπιτιού φαίνονταν μαυρισμένοι από την υγρασία.
Η μαυρισμένη του όψη έδειχνε τη μελαγχολία που ένιωθε.
3