Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μολυσμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μεθυσμένος
-
μορφωμένος
-
μαυρισμένος
-
λυσσασμένος
-
συγχυσμένος
)
Συνώνυμα
βεβαρημένος
ρυπαρός
μολυσμένος
ακάθαρτος
4
Αντώνυμα
καθαρός
αγνός
αμόλυντος
3
Ορισμός
που έχει υποστεί μόλυνση ή ρύπανση
που έχει επηρεαστεί αρνητικά από κάτι
που έχει αμαυρωθεί ή λερωθεί
3
Παραδείγματα
Το νερό ήταν μολυσμένο με βακτήρια.
Ο αέρας στην πόλη είναι μολυσμένος από τα καυσαέρια.
Τα μολυσμένα ρούχα έπρεπε να πλυθούν χωριστά.
3