1. Λέξη
    μολυσμένος (επίθετο) - (παρόμοια: μεθυσμένος - μορφωμένος - μαυρισμένος - λυσσασμένος - συγχυσμένος)
  2. Συνώνυμα
    • βεβαρημένος
    • ρυπαρός
    • μολυσμένος
    • ακάθαρτος
    4
  3. Αντώνυμα
    • καθαρός
    • αγνός
    • αμόλυντος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει υποστεί μόλυνση ή ρύπανση
    • που έχει επηρεαστεί αρνητικά από κάτι
    • που έχει αμαυρωθεί ή λερωθεί
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το νερό ήταν μολυσμένο με βακτήρια.
    • Ο αέρας στην πόλη είναι μολυσμένος από τα καυσαέρια.
    • Τα μολυσμένα ρούχα έπρεπε να πλυθούν χωριστά.
    3