1. Συνώνυμα
    • εξαγριωμένος
    • οργισμένος
    • μαινόμενος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • γλυκός
    • πράος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει λύσσα, που είναι γεμάτος οργή και βία.
    • Που δείχνει έντονη οργή ή επιθετικότητα.
    • Που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά ενός ζώου με λύσσα.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο λυσσασμένος σκύλος έτρεχε απρόσεκτα προς το πλήθος.
    • Με λυσσασμένο βλέμμα επιτέθηκε στον αντίπαλό του.
    • Η λυσσασμένη καταιγίδα κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμά της.
    3