Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λυσσασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
λανθασμένος
-
λυπημένος
-
σκασμένος
-
σπασμένος
-
διψασμένος
-
ξεχασμένος
-
περασμένος
-
διχασμένος
-
ξιπασμένος
-
μολυσμένος
-
χαλασμένος
)
Συνώνυμα
εξαγριωμένος
οργισμένος
μαινόμενος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
γλυκός
πράος
3
Ορισμός
Που έχει λύσσα, που είναι γεμάτος οργή και βία.
Που δείχνει έντονη οργή ή επιθετικότητα.
Που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά ενός ζώου με λύσσα.
3
Παραδείγματα
Ο λυσσασμένος σκύλος έτρεχε απρόσεκτα προς το πλήθος.
Με λυσσασμένο βλέμμα επιτέθηκε στον αντίπαλό του.
Η λυσσασμένη καταιγίδα κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμά της.
3