1. Συνώνυμα
    • μπερδεμένος
    • ασαφής
    • χαμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • σαφής
    • ξάστερος
    • καθαρός
    3
  3. Ορισμός
    • Που δεν μπορεί να καταλάβει ή να θυμηθεί κάτι με σαφήνεια.
    • Που χαρακτηρίζεται από σύγχυση ή ασάφεια.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ήταν τόσο συγχυσμένος που δεν θυμόταν καν το όνομά του.
    • Μετά το ατύχημα, ένιωθε πολύ συγχυσμένος και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
    2