Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συγχυσμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
συγχωρεμένος
-
συγκλονισμένος
-
συγκινημένος
-
συνηθισμένος
-
σκασμένος
-
σκισμένος
-
σπασμένος
-
συγκρατημένος
-
συντονισμένος
-
συγκεκριμένος
-
μολυσμένος
-
μεθυσμένος
)
Συνώνυμα
μπερδεμένος
ασαφής
χαμένος
3
Αντώνυμα
σαφής
ξάστερος
καθαρός
3
Ορισμός
Που δεν μπορεί να καταλάβει ή να θυμηθεί κάτι με σαφήνεια.
Που χαρακτηρίζεται από σύγχυση ή ασάφεια.
2
Παραδείγματα
Ήταν τόσο συγχυσμένος που δεν θυμόταν καν το όνομά του.
Μετά το ατύχημα, ένιωθε πολύ συγχυσμένος και δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά.
2