Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μορφωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καρφωμένος
-
ματωμένος
-
μολυσμένος
-
χωμένος
-
μεμονωμένος
)
Συνώνυμα
εκπαιδευμένος
διανοούμενος
μορφωτικός
3
Αντώνυμα
αμόρφωτος
αγράμματος
ανεκπαίδευτος
3
Ορισμός
που έχει λάβει καλή εκπαίδευση και έχει αναπτύξει τις πνευματικές του ικανότητες
που χαρακτηρίζεται από ευρύτητα γνώσεων και καλλιέργεια
2
Παραδείγματα
Ο μορφωμένος πολίτης συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινωνίας.
Η μορφωμένη κουβέντα τους έδειχνε το εύρος των γνώσεών τους.
2