1. Λέξη
    μορφωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: καρφωμένος - ματωμένος - μολυσμένος - χωμένος - μεμονωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • εκπαιδευμένος
    • διανοούμενος
    • μορφωτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμόρφωτος
    • αγράμματος
    • ανεκπαίδευτος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει λάβει καλή εκπαίδευση και έχει αναπτύξει τις πνευματικές του ικανότητες
    • που χαρακτηρίζεται από ευρύτητα γνώσεων και καλλιέργεια
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μορφωμένος πολίτης συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινωνίας.
    • Η μορφωμένη κουβέντα τους έδειχνε το εύρος των γνώσεών τους.
    2