Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλοκάρουμε (ρήμα) - (παρόμοια:
μπλοκάρω
-
μπλοκάρισμα
-
μπλοκ
-
μπλέκουμε
-
μπλουμ
-
ρισκάρουμε
)
Συνώνυμα
σταματάω
εμποδίζω
κλείνω
3
Αντώνυμα
ανοίγω
επιτρέπω
αφήνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να μην λειτουργεί ή να μην προχωράει
Εμποδίζω κάποιον ή κάτι να συνεχίσει
Κλείνω ή αποκλείω πρόσβαση σε κάτι
3
Παραδείγματα
Μπλοκάραμε την είσοδο για λόγους ασφαλείας.
Ο διαχειριστής μπλοκάρει χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες.
Η κυκλοφορία μπλοκαρίστηκε λόγω του ατυχήματος.
3