1. Λέξη
    μπλοκάρουμε (ρήμα) - (παρόμοια: μπλοκάρω - μπλοκάρισμα - μπλοκ - μπλέκουμε - μπλουμ - ρισκάρουμε)
  2. Συνώνυμα
    • σταματάω
    • εμποδίζω
    • κλείνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοίγω
    • επιτρέπω
    • αφήνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να μην λειτουργεί ή να μην προχωράει
    • Εμποδίζω κάποιον ή κάτι να συνεχίσει
    • Κλείνω ή αποκλείω πρόσβαση σε κάτι
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μπλοκάραμε την είσοδο για λόγους ασφαλείας.
    • Ο διαχειριστής μπλοκάρει χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες.
    • Η κυκλοφορία μπλοκαρίστηκε λόγω του ατυχήματος.
    3