Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεφρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
νεκρικός
-
νευρικός
-
νεφρός
-
νιτρικός
-
νεανικός
-
νεφρό
)
Συνώνυμα
νεφριτικός
νεφρολογικός
2
Αντώνυμα
ανεφρικός
εκτός νεφρού
2
Ορισμός
Σχετικός με τους νεφρούς.
Αναφερόμενος ή σχετιζόμενος με τη λειτουργία ή τη δομή των νεφρών.
2
Παραδείγματα
Ο νεφρικός πόνος μπορεί να είναι ένδειξη λοίμωξης.
Η νεφρική ανεπάρκεια απαιτεί συχνά αιμοκάθαρση.
2