Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νιτρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πατρικός
-
μητρικός
-
αστρικός
-
αντρικός
-
ιατρικός
-
νεκρικός
-
νεφρικός
-
νευρικός
-
κεντρικός
-
θεατρικός
)
Συνώνυμα
αζωτούχος
νιτρογονώδης
2
Αντώνυμα
χωρίς άζωτο
αναζωτούχος
2
Ορισμός
Που περιέχει άζωτο ή σχετίζεται με αυτό.
Που αναφέρεται σε ενώσεις που περιέχουν το νιτρικό ιόν (NO₃⁻).
2
Παραδείγματα
Το νιτρικό οξύ είναι ένα ισχυρό οξύ.
Τα νιτρικά λιπάσματα χρησιμοποιούνται στη γεωργία.
2