Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεκρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
νεφρικός
-
νευρικός
-
νεκρός
-
νιτρικός
-
νεανικός
)
Συνώνυμα
θανατηφόρος
νεκρωτικός
θνητός
3
Αντώνυμα
ζωντανός
ζωηρός
ενεργός
3
Ορισμός
Σχετικός με το θάνατο ή τους νεκρούς.
Που προκαλεί ή συνοδεύεται από θάνατο.
Που μοιάζει με νεκρό ή έχει χαρακτηριστικά νεκρού.
3
Παραδείγματα
Η νεκρική σιωπή της νύχτας τον τρόμαζε.
Ο γιατρός ανέφερε νεκρική ανακοπή της καρδιάς.
Το δωμάτιο είχε μια νεκρική ατμόσφαιρα.
3