1. Συνώνυμα
    • ανησυχώ
    • μεριμνώ
    • φροντίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • αψηφώ
    2
  3. Ορισμός
    • Εκδηλώνω ενδιαφέρον ή ανησυχία για κάποιον ή κάτι.
    • Φροντίζω για κάποιον ή κάτι, προσέχω.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Νοιάζομαι πολύ για την υγεία σου.
    • Δεν νοιάζομαι τι θα πει ο κόσμος.
    2