1. Λέξη
    ξεπερασμένος (επίθετο) - (παρόμοια: περασμένος - ξεχασμένος - ξιπασμένος - κουρασμένος - σκασμένος - σπασμένος - ξεχασμένο)
  2. Συνώνυμα
    • απαρχαιωμένος
    • παρωχημένος
    • απαρχαϊσμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • σύγχρονος
    • μοντέρνος
    • ενημερωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν ανταποκρίνεται πλέον στις σύγχρονες ανάγκες ή προδιαγραφές
    • που έχει χάσει την αξία ή τη σημασία του λόγω της πάροδος του χρόνου
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή η τεχνολογία είναι πλέον ξεπερασμένη και δεν χρησιμοποιείται.
    • Οι απόψεις του θεωρούνται ξεπερασμένες από τις νεότερες γενιές.
    2