Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεπερασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
περασμένος
-
ξεχασμένος
-
ξιπασμένος
-
κουρασμένος
-
σκασμένος
-
σπασμένος
-
ξεχασμένο
)
Συνώνυμα
απαρχαιωμένος
παρωχημένος
απαρχαϊσμένος
3
Αντώνυμα
σύγχρονος
μοντέρνος
ενημερωμένος
3
Ορισμός
που δεν ανταποκρίνεται πλέον στις σύγχρονες ανάγκες ή προδιαγραφές
που έχει χάσει την αξία ή τη σημασία του λόγω της πάροδος του χρόνου
2
Παραδείγματα
Αυτή η τεχνολογία είναι πλέον ξεπερασμένη και δεν χρησιμοποιείται.
Οι απόψεις του θεωρούνται ξεπερασμένες από τις νεότερες γενιές.
2