1. Λέξη
    ολοκληρωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: πληρωμένος - ολοκληρωτικός - ολοκληρώνω - ολοκληρώσω)
  2. Συνώνυμα
    • πλήρης
    • τελειωμένος
    • ολοκληρωτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ημιτελής
    • ανολοκλήρωτος
    • ατελής
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει ολοκληρωθεί πλήρως και δεν λείπει τίποτα.
    • Που χαρακτηρίζεται από πληρότητα και ολοκλήρωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το έργο είναι πλέον ολοκληρωμένο και έτοιμο για παρουσίαση.
    • Μια ολοκληρωμένη μελέτη περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.
    2