Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολοκληρωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πληρωμένος
-
ολοκληρωτικός
-
ολοκληρώνω
-
ολοκληρώσω
)
Συνώνυμα
πλήρης
τελειωμένος
ολοκληρωτικός
3
Αντώνυμα
ημιτελής
ανολοκλήρωτος
ατελής
3
Ορισμός
Που έχει ολοκληρωθεί πλήρως και δεν λείπει τίποτα.
Που χαρακτηρίζεται από πληρότητα και ολοκλήρωση.
2
Παραδείγματα
Το έργο είναι πλέον ολοκληρωμένο και έτοιμο για παρουσίαση.
Μια ολοκληρωμένη μελέτη περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες.
2