1. Λέξη
    ολοκληρωτικός (επίθετο) - (παρόμοια: ολοκληρωμένος - ολοκληρώνω - ολοκληρώσω - ερωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • πλήρης
    • απολύτως
    • τελείως
    • ολικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • μερικός
    • ατελής
    • ελλιπής
    3
  4. Ορισμός
    • Που αφορά ή χαρακτηρίζεται από την πλήρη και αδιάσπαστη έκταση ή εφαρμογή.
    • Που δεν επιδέχεται εξαιρέσεις ή περιορισμούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ολοκληρωτική επίλυση του προβλήματος απαιτεί χρόνο και υπομονή.
    • Ο ολοκληρωτικός έλεγχος της κατάστασης έδειξε ότι όλα λειτουργούσαν σωστά.
    2