Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολοκληρωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ολοκληρωμένος
-
ολοκληρώνω
-
ολοκληρώσω
-
ερωτικός
)
Συνώνυμα
πλήρης
απολύτως
τελείως
ολικός
4
Αντώνυμα
μερικός
ατελής
ελλιπής
3
Ορισμός
Που αφορά ή χαρακτηρίζεται από την πλήρη και αδιάσπαστη έκταση ή εφαρμογή.
Που δεν επιδέχεται εξαιρέσεις ή περιορισμούς.
2
Παραδείγματα
Η ολοκληρωτική επίλυση του προβλήματος απαιτεί χρόνο και υπομονή.
Ο ολοκληρωτικός έλεγχος της κατάστασης έδειξε ότι όλα λειτουργούσαν σωστά.
2