1. Λέξη
    ολοκληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: ολοκληρώσω - ολοκληρώνομαι - ολοκληρωτικός - ολοκληρωμένος - πληρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • τελειώνω
    • ολοκληρώνω
    • εκτελώ
    • οριστικοποιώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • αρχίζω
    • ξεκινώ
    • διακόπτω
    • αποτυγχάνω
    4
  4. Ορισμός
    • Να φέρνω κάτι στο τέλος του, να το ολοκληρώνω.
    • Να ολοκληρώνω μια διαδικασία ή μια ενέργεια.
    • Να φτάνω στο τελικό στάδιο μιας εργασίας ή ενός έργου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ολοκλήρωσα την εργασία μου πριν την προθεσμία.
    • Πρέπει να ολοκληρώσουμε το έργο μέχρι το τέλος του μήνα.
    • Μόλις ολοκληρώσω αυτό το βήμα, θα είμαι έτοιμος να προχωρήσω.
    3