Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολοκληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ολοκληρώσω
-
ολοκληρώνομαι
-
ολοκληρωτικός
-
ολοκληρωμένος
-
πληρώνω
)
Συνώνυμα
τελειώνω
ολοκληρώνω
εκτελώ
οριστικοποιώ
4
Αντώνυμα
αρχίζω
ξεκινώ
διακόπτω
αποτυγχάνω
4
Ορισμός
Να φέρνω κάτι στο τέλος του, να το ολοκληρώνω.
Να ολοκληρώνω μια διαδικασία ή μια ενέργεια.
Να φτάνω στο τελικό στάδιο μιας εργασίας ή ενός έργου.
3
Παραδείγματα
Ολοκλήρωσα την εργασία μου πριν την προθεσμία.
Πρέπει να ολοκληρώσουμε το έργο μέχρι το τέλος του μήνα.
Μόλις ολοκληρώσω αυτό το βήμα, θα είμαι έτοιμος να προχωρήσω.
3