Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολοκληρώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ολοκληρώνω
-
ολοκληρώνομαι
-
ολοκληρωτικός
-
ολοκληρωμένος
-
πληρώσω
)
Συνώνυμα
τελειώνω
ολοκληρώνω
εκπληρώνω
3
Αντώνυμα
αρχίζω
ξεκινώ
διακόπτω
3
Ορισμός
Να φέρω κάτι σε πλήρη ολοκλήρωση ή τέλος.
Να ολοκληρώσω μια εργασία ή μια δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να ολοκληρώσω την εργασία μου πριν το απόγευμα.
Ολοκλήρωσε το έργο του πριν την προθεσμία.
Μόλις ολοκλήρωσα τη διάβασή μου για τις εξετάσεις.
3