Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολοκληρώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ολοκληρώνω
-
πληρώνομαι
-
ολοκληρώσω
-
εκπληρώνομαι
)
Συνώνυμα
τελειώνω
ολοκληρώνομαι
συμπληρώνομαι
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
αρχίζω
διακόπτομαι
3
Ορισμός
Να φτάνω στο τέλος μιας διαδικασίας ή ενός έργου.
Να ολοκληρώνομαι πλήρως, χωρίς να λείπουν στοιχεία ή μέρη.
2
Παραδείγματα
Το έργο ολοκληρώθηκε εγκαίρως.
Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία.
2