1. Λέξη
    παγιδευμένο (επίθετο) - (παρόμοια: παγιδευμένος - παγιδευμένη - παγιδευτώ - παγιδεύω)
  2. Συνώνυμα
    • παγιδευμένος
    • παγιδευμένη
    • παγιδευμένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • ελεύθερη
    • ελεύθερο
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει πιαστεί σε μια παγίδα ή σε μια δύσκολη κατάσταση.
    • Που δεν μπορεί να ξεφύγει από μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ποντίκι ήταν παγιδευμένο στην κλουβιά.
    • Αισθάνθηκε παγιδευμένος στη δουλειά του χωρίς προοπτικές εξέλιξης.
    2