Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παγιδεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
παγιδεύομαι
-
παγιδεύτηκα
-
παγιδευτώ
-
παγιδευμένο
-
παγιδευμένη
-
παγιδευμένος
)
Συνώνυμα
παγιδεύω
παγιδεύω
παγιδεύω
παγιδεύω
4
Αντώνυμα
απελευθερώνω
ελευθερώνω
2
Ορισμός
Προκαλώ την παγίδευση κάποιου ή κάτι σε μια δυσάρεστη ή επικίνδυνη κατάσταση.
Ενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε κάποιος να μην μπορεί να ξεφύγει από μια κατάσταση.
Καταστρέφω ή βλάπτω κάποιον μέσω δόλου ή εξαπάτησης.
3
Παραδείγματα
Ο κυνηγός κατάφερε να παγιδεύσει το θηρίο.
Οι απάτες στο διαδίκτυο μπορούν να παγιδεύσουν ανυποψίαστους χρήστες.
Οι κακές συνήθειες μπορούν να μας παγιδεύσουν σε έναν φαύλο κύκλο.
3