1. Συνώνυμα
    • παγιδεύω
    • παγιδεύω
    • παγιδεύω
    • παγιδεύω
    4
  2. Αντώνυμα
    • απελευθερώνω
    • ελευθερώνω
    2
  3. Ορισμός
    • Προκαλώ την παγίδευση κάποιου ή κάτι σε μια δυσάρεστη ή επικίνδυνη κατάσταση.
    • Ενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε κάποιος να μην μπορεί να ξεφύγει από μια κατάσταση.
    • Καταστρέφω ή βλάπτω κάποιον μέσω δόλου ή εξαπάτησης.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο κυνηγός κατάφερε να παγιδεύσει το θηρίο.
    • Οι απάτες στο διαδίκτυο μπορούν να παγιδεύσουν ανυποψίαστους χρήστες.
    • Οι κακές συνήθειες μπορούν να μας παγιδεύσουν σε έναν φαύλο κύκλο.
    3