1. Συνώνυμα
    • παγιδεύομαι
    • παγιδεύω
    • παγιδεύεται
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελευθερώνομαι
    • απελευθερώνομαι
    2
  3. Ορισμός
    • Βρίσκομαι σε μια παγίδα ή σε μια δύσκολη κατάσταση από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγω.
    • Εμπλέκομαι σε μια κατάσταση που με περιορίζει ή με εμποδίζει.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Παγιδεύτηκε στο ασανσέρ για ώρες.
    • Μην παγιδευτείς σε μια δουλειά που δεν σου αρέσει.
    2