Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παγιδευτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
παγιδευμένο
-
παγιδευμένη
-
παγιδεύω
-
παγιδευμένος
-
παγιδεύομαι
-
παγιδεύτηκα
)
Συνώνυμα
παγιδεύομαι
παγιδεύω
παγιδεύεται
3
Αντώνυμα
ελευθερώνομαι
απελευθερώνομαι
2
Ορισμός
Βρίσκομαι σε μια παγίδα ή σε μια δύσκολη κατάσταση από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγω.
Εμπλέκομαι σε μια κατάσταση που με περιορίζει ή με εμποδίζει.
2
Παραδείγματα
Παγιδεύτηκε στο ασανσέρ για ώρες.
Μην παγιδευτείς σε μια δουλειά που δεν σου αρέσει.
2