1. Λέξη
    παράβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράταση - παρέμβαση - παράσταση - παράδοση - παρέλαση - παράλυση - παράκληση - παραβίαση)
  2. Συνώνυμα
    • παρανομία
    • παράπτωμα
    • παραβίαση
    • παράλειψη
    4
  3. Αντώνυμα
    • συμμόρφωση
    • υπακοή
    • παραδοχή
    • κατάληψη
    4
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να παραβαίνει κανείς έναν κανόνα, νόμο ή συμφωνία.
    • Μια αποτυχία να τηρηθεί μια υποχρέωση ή μια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παράβαση του ΚΟΚ μπορεί να οδηγήσει σε πρόστιμο.
    • Η παράβαση των όρων της συμφωνίας είχε σοβαρές συνέπειες.
    2