Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακολουθούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
παρακολουθώ
-
παρακολουθήσω
-
παρακαλούμαι
-
παραιτούμαι
-
παρακοιμάμαι
-
παρακολούθησέ
-
παρακολούθηση
)
Συνώνυμα
παρατηρούμαι
ελέγχομαι
κατασκοπεύομαι
3
Αντώνυμα
αγνοούμαι
αμελώμαι
2
Ορισμός
Να βρίσκομαι υπό παρακολούθηση ή επίβλεψη.
Να με παρατηρούν κρυφά ή να με ελέγχουν χωρίς να το γνωρίζω.
2
Παραδείγματα
Νιώθω ότι παρακολουθούμαι όταν περπατάω μόνος το βράδυ.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι παρακολουθούνταν από αντιπάλους οργανώσεις.
2