1. Συνώνυμα
    • παρατηρούμαι
    • ελέγχομαι
    • κατασκοπεύομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αγνοούμαι
    • αμελώμαι
    2
  3. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι υπό παρακολούθηση ή επίβλεψη.
    • Να με παρατηρούν κρυφά ή να με ελέγχουν χωρίς να το γνωρίζω.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Νιώθω ότι παρακολουθούμαι όταν περπατάω μόνος το βράδυ.
    • Οι ερευνητές πιστεύουν ότι παρακολουθούνταν από αντιπάλους οργανώσεις.
    2