Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρατηρητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
παρατηρητής
-
παρατηρητήριο
-
παραπλανητικός
-
παρατηρώ
-
παρορμητικός
-
συντηρητικός
-
παθητικός
-
παραγωγικός
)
Συνώνυμα
προσεκτικός
επαγρυπνών
παρακολουθητικός
3
Αντώνυμα
απρόσεκτος
αδιάφορος
αμελής
3
Ορισμός
Που παρατηρεί με προσοχή και λεπτομέρεια.
Που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να αντιλαμβάνεται λεπτές διαφορές ή λεπτομέρειες.
2
Παραδείγματα
Ο παρατηρητικός μαθητής πρόσεξε την αλλαγή στο πείραμα.
Η παρατηρητική της φύση της επέτρεψε να ανακαλύψει το λάθος.
2