1. Λέξη
    πατριός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πατρικός - πατρική - πατριωτικός - πατριωτισμός - πατριώτης - παλιός)
  2. Συνώνυμα
    • νεοπατέρας
    • πατριός
    • πατριός
    3
  3. Αντώνυμα
    • βιολογικός πατέρας
    • φυσικός πατέρας
    2
  4. Ορισμός
    • Ο σύζυγος της μητέρας κάποιου που δεν είναι ο βιολογικός του πατέρας.
    • Άντρας που παντρεύεται τη μητέρα ενός παιδιού χωρίς να είναι ο βιολογικός του πατέρας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πατριός του Γιώργου τον αντιμετώπιζε πάντα με πολύ αγάπη.
    • Η σχέση της με τον πατριό της ήταν πολύ καλή από την αρχή.
    2