Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατριός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πατρικός
-
πατρική
-
πατριωτικός
-
πατριωτισμός
-
πατριώτης
-
παλιός
)
Συνώνυμα
νεοπατέρας
πατριός
πατριός
3
Αντώνυμα
βιολογικός πατέρας
φυσικός πατέρας
2
Ορισμός
Ο σύζυγος της μητέρας κάποιου που δεν είναι ο βιολογικός του πατέρας.
Άντρας που παντρεύεται τη μητέρα ενός παιδιού χωρίς να είναι ο βιολογικός του πατέρας.
2
Παραδείγματα
Ο πατριός του Γιώργου τον αντιμετώπιζε πάντα με πολύ αγάπη.
Η σχέση της με τον πατριό της ήταν πολύ καλή από την αρχή.
2