1. Λέξη
    πατρική (επίθετο) - (παρόμοια: πατρικός - παιδιατρική - ιατρική - πατριός - πατριώτης - θυγατρική - ψυχιατρική)
  2. Συνώνυμα
    • μητρική
    • οικογενειακή
    • γονική
    3
  3. Αντώνυμα
    • μητρική
    • πατρική
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τον πατέρα ή που προέρχεται από αυτόν.
    • Ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα.
    • Που χαρακτηρίζει ή αντιπροσωπεύει τον πατέρα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πατρική του ευγένεια τον έκανε να ξεχωρίζει.
    • Η πατρική ευθύνη είναι μεγάλη για κάθε γονέα.
    • Ο πατρικός του θείος τον βοήθησε πολύ στη ζωή του.
    3