Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πατρική (επίθετο) - (παρόμοια:
πατρικός
-
παιδιατρική
-
ιατρική
-
πατριός
-
πατριώτης
-
θυγατρική
-
ψυχιατρική
)
Συνώνυμα
μητρική
οικογενειακή
γονική
3
Αντώνυμα
μητρική
πατρική
2
Ορισμός
Σχετικός με τον πατέρα ή που προέρχεται από αυτόν.
Ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα.
Που χαρακτηρίζει ή αντιπροσωπεύει τον πατέρα.
3
Παραδείγματα
Η πατρική του ευγένεια τον έκανε να ξεχωρίζει.
Η πατρική ευθύνη είναι μεγάλη για κάθε γονέα.
Ο πατρικός του θείος τον βοήθησε πολύ στη ζωή του.
3