Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περισπασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αντιπερισπασμός
-
περιορισμός
-
σπασμός
-
περισσός
-
πειρασμός
)
Συνώνυμα
αποσπασμός
αποσύνδεση
απώλεια συγκέντρωσης
3
Αντώνυμα
συγκέντρωση
εστίαση
προσοχή
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αποσπάται η προσοχή κάποιου από κάτι.
Κάτι που αποσπά την προσοχή ή εμποδίζει τη συγκέντρωση.
2
Παραδείγματα
Ο θόρυβος στον δρόμο ήταν μεγάλος περισπασμός κατά τη διάρκεια της δουλειάς μου.
Οι συνεχείς ειδοποιήσεις στο κινητό είναι ένας συνεχής περισπασμός.
2