1. Λέξη
    περισπασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αντιπερισπασμός - περιορισμός - σπασμός - περισσός - πειρασμός)
  2. Συνώνυμα
    • αποσπασμός
    • αποσύνδεση
    • απώλεια συγκέντρωσης
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκέντρωση
    • εστίαση
    • προσοχή
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αποσπάται η προσοχή κάποιου από κάτι.
    • Κάτι που αποσπά την προσοχή ή εμποδίζει τη συγκέντρωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο θόρυβος στον δρόμο ήταν μεγάλος περισπασμός κατά τη διάρκεια της δουλειάς μου.
    • Οι συνεχείς ειδοποιήσεις στο κινητό είναι ένας συνεχής περισπασμός.
    2