Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιορισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
περιοριστικός
-
περιορισμένος
-
περισπασμός
-
διορισμός
-
προορισμός
-
ορισμός
-
περισσός
-
περιορίζω
-
εξαερισμός
-
αστερισμός
-
καθορισμός
)
Συνώνυμα
όριο
ελάχιστο
φραγμός
εμπόδιο
4
Αντώνυμα
ελευθερία
απεριόριστο
απελευθέρωση
3
Ορισμός
Ένας κανόνας ή συνθήκη που περιορίζει κάτι.
Ένας περιορισμός που εμποδίζει την ελεύθερη κίνηση ή δράση.
Ένα όριο που τίθεται σε μια ποσότητα ή δραστηριότητα.
3
Παραδείγματα
Οι περιορισμοί κυκλοφορίας λόγω της κακοκαιρίας ήταν αυστηροί.
Η εταιρεία αντιμετώπισε οικονομικούς περιορισμούς που επηρέασαν την ανάπτυξή της.
Υπάρχουν ηθικοί περιορισμοί που πρέπει να τηρούμε.
3