Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιορίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
περιορίζω
-
διορίζομαι
-
προορίζομαι
-
ορίζομαι
-
ζορίζομαι
-
περιφέρομαι
-
καθορίζομαι
-
παίζομαι
-
ξυρίζομαι
-
χωρίζομαι
-
μυρίζομαι
)
Συνώνυμα
περιορίζω
περιγράφω
περιβάλλω
3
Αντώνυμα
επεκτείνω
απελευθερώνω
απεριόριστα
3
Ορισμός
να θέτω όρια ή περιορισμούς σε κάτι ή κάποιον
να περιορίζω τον εαυτό μου σε συγκεκριμένες δραστηριότητες ή συνθήκες
να περιορίζω την έκταση ή το εύρος κάποιου πράγματος
3
Παραδείγματα
Πρέπει να περιορίζομαι στις δικές μου υποχρεώσεις.
Οι γιατροί του συνέστησαν να περιορίζεται στο φαγητό.
Η εταιρεία περιορίζεται στην τοπική αγορά.
3