1. Συνώνυμα
    • περιορίζω
    • περιγράφω
    • περιβάλλω
    3
  2. Αντώνυμα
    • επεκτείνω
    • απελευθερώνω
    • απεριόριστα
    3
  3. Ορισμός
    • να θέτω όρια ή περιορισμούς σε κάτι ή κάποιον
    • να περιορίζω τον εαυτό μου σε συγκεκριμένες δραστηριότητες ή συνθήκες
    • να περιορίζω την έκταση ή το εύρος κάποιου πράγματος
    3
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να περιορίζομαι στις δικές μου υποχρεώσεις.
    • Οι γιατροί του συνέστησαν να περιορίζεται στο φαγητό.
    • Η εταιρεία περιορίζεται στην τοπική αγορά.
    3