Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
περιποιώ
-
προσποιούμαι
-
περιπολώ
-
ειδοποιούμαι
-
περιπλανώμαι
-
περιπολία
)
Συνώνυμα
φροντίζω
νοιάζομαι
εξυπηρετώ
3
Αντώνυμα
αμελώ
παραμελώ
αγνοώ
3
Ορισμός
Να φροντίζω κάποιον ή κάτι με προσοχή και αγάπη.
Να παρέχω φροντίδα και προσοχή σε κάποιον που το χρειάζεται.
Να εξυπηρετώ τις ανάγκες κάποιου με ευγένεια και προσοχή.
3
Παραδείγματα
Η γιαγιά περιποιείται τα εγγόνια της με πολύ αγάπη.
Ο κηπουρός περιποιείται τα λουλούδια κάθε πρωί.
Σε αυτό το ξενοδοχείο, περιποιούνται τους επισκέπτες με μεγάλη προσοχή.
3