1. Λέξη
    περιποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: περιποιώ - προσποιούμαι - περιπολώ - ειδοποιούμαι - περιπλανώμαι - περιπολία)
  2. Συνώνυμα
    • φροντίζω
    • νοιάζομαι
    • εξυπηρετώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • παραμελώ
    • αγνοώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να φροντίζω κάποιον ή κάτι με προσοχή και αγάπη.
    • Να παρέχω φροντίδα και προσοχή σε κάποιον που το χρειάζεται.
    • Να εξυπηρετώ τις ανάγκες κάποιου με ευγένεια και προσοχή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά περιποιείται τα εγγόνια της με πολύ αγάπη.
    • Ο κηπουρός περιποιείται τα λουλούδια κάθε πρωί.
    • Σε αυτό το ξενοδοχείο, περιποιούνται τους επισκέπτες με μεγάλη προσοχή.
    3