Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληγώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
πληρώνομαι
-
πλακώνομαι
-
πληγώνω
-
πλένομαι
-
χώνομαι
-
πληγώσω
)
Συνώνυμα
τραυματίζομαι
πληγώνω
προσβάλλομαι
πληγωμένος
4
Αντώνυμα
θεραπεύομαι
γιατρεύομαι
ανακτώ
ανακάμπτω
4
Ορισμός
Να υποφέρω σωματικό ή ψυχικό πόνο.
Να βρίσκομαι σε κατάσταση πόνου ή δυσφορίας.
Να έχω υποστεί κάποια βλάβη ή ζημιά.
3
Παραδείγματα
Πληγώθηκα βαθιά από τα λόγια του.
Ο ποδοσφαιριστής πληγώθηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Η καρδιά της πληγώθηκε όταν την εγκατέλειψε.
3