1. Λέξη
    πληγώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: πληρώνομαι - πλακώνομαι - πληγώνω - πλένομαι - χώνομαι - πληγώσω)
  2. Συνώνυμα
    • τραυματίζομαι
    • πληγώνω
    • προσβάλλομαι
    • πληγωμένος
    4
  3. Αντώνυμα
    • θεραπεύομαι
    • γιατρεύομαι
    • ανακτώ
    • ανακάμπτω
    4
  4. Ορισμός
    • Να υποφέρω σωματικό ή ψυχικό πόνο.
    • Να βρίσκομαι σε κατάσταση πόνου ή δυσφορίας.
    • Να έχω υποστεί κάποια βλάβη ή ζημιά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πληγώθηκα βαθιά από τα λόγια του.
    • Ο ποδοσφαιριστής πληγώθηκε κατά τη διάρκεια του αγώνα.
    • Η καρδιά της πληγώθηκε όταν την εγκατέλειψε.
    3